ἱκάνων

ἱκάνων
ἱκάνω
come
pres part act masc nom sg
ἱ̱κάνων , ἱκανόω
make sufficient
imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)
ἱ̱κάνων , ἱκανόω
make sufficient
imperf ind act 1st sg (doric aeolic)
ἱκανόω
make sufficient
imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)
ἱκανόω
make sufficient
imperf ind act 1st sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἱκανῶν — ἱκανός sufficing fem gen pl ἱκανός sufficing masc/neut gen pl ἱκανόω make sufficient pres part act masc voc sg (doric aeolic) ἱκανόω make sufficient pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ἱκανόω make sufficient pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεραπεία — Σύνολο μέτρων ικανών να προλάβουν την εκδήλωση ή να καταπολεμήσουν με επιτυχία μία παθολογική κατάσταση και τα συμπτώματά της· θεραπευτική αντίστοιχα καλείται ο κλάδος της ιατρικής που μελετά και υποδεικνύει τα μέσα που χρησιμοποιούνται για τη θ …   Dictionary of Greek

  • παρασιτοκτονία — Η καταστροφή των πολυκύτταρων ζωικών οργανισμών που είναι βλαβεροί για τον άνθρωπο, είτε αυτοί οι ίδιοι είτε ως φορείς ασθενειών. Η καταπολέμηση μπορεί να γίνει στο εσωτερικό ή στο εξωτερικό του οργανισμού· στην πρώτη περίπτωση η π. συμπίπτει με… …   Dictionary of Greek

  • Säulen des Herakles — Wappen Spaniens Als Säulen des Herakles (altgriechisch αἱ Ἡράκλειοι στῆλαι …   Deutsch Wikipedia

  • CEDERE — viâ honoris genus, vide infra Via At Cedere bene ac feliciter, apud Arnobium, adv. Gentes, l. 3. Graecis εὐροεῖν et ε῟ν πλεῖν. quibus etiam res dicitur ὁδῷ βαδίζειν, quae ad finem suum, nullis impedimentis tardata perducitur. Plut. Pyrrho, καὶ… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αγρονομία — Το σύστημα των νομοθετικών διατάξεων για την αστυνόμευση των αγρών· η εποπτεία και η διαχείριση γενικά των αγροτικών κτημάτων· επίσης, το αξίωμα του αγρονόμου ή του επόπτη των αγρών στην αρχαία Αθήνα. (Γεωργ.)Εφαρμοσμένη επιστήμη που ασχολείται… …   Dictionary of Greek

  • ακουστική — Το σύνολο των φαινομένων που έχει σχέση με την ακοή. Επίσης, επιστήμη η οποία έχει ως αντικείμενό της το σύνολο των φαινομένων, που έχουν σχέση με τις ελαστικές ταλαντώσεις και περιλαμβάνει: 1) Το τμήμα της φυσικής που εξετάζειτα ηχητικά… …   Dictionary of Greek

  • αναφυλαξία — Η υπερβολική ευαισθησία του οργανισμού σε ουσίες πρωτεϊνικής φύσης, μη τοξικές. Τον όρο α. χρησιμοποίησε πρώτος ο Σαρλ Ρομπέρ Ρισέ, το 1902. Η α. εκδηλώνεται κλινικά μόνο στην περίπτωση που μια τέτοια ουσία εισάγεται για δεύτερη φορά στον… …   Dictionary of Greek

  • απάτη — I Όρος ο οποίος στηνομική γλώσσα δηλώνει την αθέμιτη συμπεριφορά ενός υποκειμένου, η οποία οφείλεται στην πρόθεση να κατακτήσει δικαιώματα τρίτων ή να αποφύγει την εφαρμογή ενός νομικού κανόνα. Στο δίκαιο, η α. εκτός του ότι είναι συμπεριφορά… …   Dictionary of Greek

  • αποπληξία — Σύνδρομο που χαρακτηρίζεται από απότομη απώλεια της συνείδησης (εγκεφαλικό ίκτους), της κινητικότητας και της αισθητικότητας και οφείλεται συνήθως σε εγκεφαλική αιμορραγία, μπορεί όμως να προκληθεί και από θρόμβωση ή εμβολή αιμοφόρου αγγείου του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”